- κοπανιστή
- ηείδος μαλακού τυριού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοπανιστή — η βλ. κοπανιστός … Dictionary of Greek
Kopanisti — (Κοπανιστή en griego) es un queso griego con denominación de origen protegida a europeo desde 1996.[1] El kopanisti se produce en la prefectura de las Cícladas. Es un queso elaborado con leche de vaca, de oveja o de cabra, o una mezcla de los… … Wikipedia Español
κοπανιστός — ή, ό (ΑM κοπανιστός, ή, όν) [κοπανίζω] 1. κοπανισμένος, παρασκευασμένος με κόπανο, με κοπάνισμα 2. χτυπημένος στο γουδί, συντριμμένος, κονιορτοποιημένος νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η κοπανιστή είδος μαλακού τυριού με πιπεράτη γεύση 2. φρ. «αέρας… … Dictionary of Greek
μυκονιάτικος — η, ο [Μυκονιάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μύκονο ή στους Μυκονιάτες ή αυτός που προέρχεται από τη Μύκονο («μυκονιάτικη κοπανιστή») … Dictionary of Greek